-
1 συμ-φθείρω
συμ-φθείρω, mit, zugleich oder ganz zu Grunde richten; Eur. Andr. 948; τὸ πῠρ δαπανῆσαν τὴν ὕλην καὶ ἑαυτὸ συμφϑείρει, S. Emp. adv. log. 2, 480. – Pass. συμφϑείρεσϑαι, zusammen umkommen, Pol. 6, 5, 6; εἰς τὸ αὐτό, unglücklicherweise an einem Orte zusammenkommen, Plut. Symp. 7, 6, 3. – Von Farben, sie verschmelzen, so daß eine unmerklich in die andere übergeht, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 129.
См. также в других словарях:
συμφθείρω — Α [φθείρω / ομαι] 1. καταστρέφω συγχρόνως ή μαζί με άλλον («τὸ πῡρ δαπανῆσαν τὴν ὕλην και ἑαυτὸ συμφθείρει», Ευρ.) 2. παθ. συμφθείρομαι α) έχω κακό συναπάντημα β) βρίσκομαι μαζί με κάποιον για κακό και τών δύο μας γ) (για χρώματα) αναμιγνύομαι… … Dictionary of Greek